- ἀπελεύθεροι
- ἀπελεύθεροςrestored to freedommasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπελευθεροῖ — ἀπελευθερόω emancipate pres ind mp 2nd sg ἀπελευθερόω emancipate pres opt act 3rd sg ἀπελευθερόω emancipate pres ind act 3rd sg ἀπελευθερόω emancipate pres ind mp 2nd sg ἀπελευθερόω emancipate pres opt act 3rd sg ἀπελευθερόω emancipate pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελευθεροί — ἀπελευθερόω emancipate pres subj mp 2nd sg ἀπελευθερόω emancipate pres ind mp 2nd sg ἀπελευθερόω emancipate pres subj act 3rd sg ἀπελευθερόω emancipate pres subj mp 2nd sg ἀπελευθερόω emancipate pres ind mp 2nd sg ἀπελευθερόω emancipate pres subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Рабство — Содержание: Источники рабства. Рабство у современных дикарей и варваров. Рабство у арийцев и в Индии. Рабство в Китае. Рабство в Египте. Рабство в Ассиро Вавилонии. Рабство у евреев. Рабство в Мидии и Персии. Рабство в Греции. Рабство в Риме.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Рабство в Греции — Уже в доисторический гомеровский период рабство существовало как учреждение. Победитель обращал военнопленных в рабов, продавал их или за известный выкуп отпускал на свободу. Морской разбой также соединялся с многочисленными случаями обращения в… … Википедия
Рабство в Древней Греции — Уже в доисторический гомеровский период рабство было нормой. Победитель обращал военнопленных в рабов, продавал их или за известный выкуп отпускал на свободу. Морской разбой также соединялся с многочисленными случаями обращения в рабство. Рабов… … Википедия
Καισάρειος — α, ο (Α καισάρειος, ον θηλ. και εία) αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και ιος (ενν. μήν) Καισαρεών* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι οι απελεύθεροι τού Καίσαρος 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
Πλαταιείς — και ιων. τ. Πλαταιέες και αττ. τ. Πλαταιῆς, οἱ, Α [Πλαταιαί] (στην Αθήνα) απελεύθεροι, δούλοι οι οποίοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους κατοίκους τών Πλαταιών … Dictionary of Greek
ανάκαιον δεσμωτήριον — (ή ἀνακαῑον ή ἀναγκαῑον) αρχ. το δεσμωτήριο στο οποίο εκρατούντο οι δούλοι ή οι απελεύθεροι που αποστατούσαν από τους κυρίους τους … Dictionary of Greek
δεδιτίκιοι — οι 1. ξένοι λαοί που είχαν παραδοθεί άνευ όρων στους Ρωμαίους 2. απελεύθεροι Ρωμαίοι οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να γίνουν ελεύθεροι γιατί είχαν υποστεί ατιμωτική ποινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. dediticii, πληθ. τού dediticius «αυτός που έχει παραδοθεί»] … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek